μούρτζουφλος

μούρτζουφλος
και μουρτζούφλης, ο, θηλ. μουρτζούφλα (Μ μούρτζουφλος και μουρτζουφλός)
συνοφρυωμένος, βαρύθυμος, κατσούφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. μουρτζουφλώ (< μούντζα + βολώ), ενώ κατ' άλλους από αμάρτυρ. τ. *μουτζότυφλος «διαπομπευμένος» (< μούτζα + τύφλα) με ανάπτυξη -ρ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Алексей V Дука — Мурзуфл греч. Αλέξιος Ε Δούκας Μούρτζουφλος …   Википедия

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Alexios V Doukas — Αλέξιος Ε’ Δούκας Emperor of the Byzantine Empire Alexios V, from an illuminated manuscript Reign 1204 …   Wikipedia

  • Alexios V. — Alexios V. Alexios V. Dukas Murtzuphlos (griechisch Ἀλέξιος Ε Δούκας ὁ Μούρτζουφλος; * um 1160; † nach 13. April 1204 in Konstantinopel) war byzantinischer Kaiser vom 5. Februar 1204 bis zum 13. April 1204. Sein Beiname Murtzuphlos bez …   Deutsch Wikipedia

  • Alexis V Doukas Murzuphle — Pour l empereur de Trébizonde, voir Alexis V de Trébizonde. Alexis V Doukas Murzuphle Empereur byzantin Règne 28 janvier 1 …   Wikipédia en Français

  • Алексей V Дука Мурзуфл — Алексей V Дука греч. Αλέξιος Ε Δούκας Μούρτζουφλος …   Википедия

  • MURTIPHLO — cognomen Alexii Ducae Imperatoris Constantionopolitani, Graece Μουρτζοῦφλος, flos cordis, Gunthero in Hist. Constantinopolit. c. 8. Consiliô cuiusdam cognati sui, nobilis quidem viri, sed perfidi, qui Murtiphlo, i. e. Flos cordis in illa gente… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δούκας — I Επώνυμο οικογένειας βυζαντινών αξιωματούχων από την Παφλαγονία της Μικράς Ασίας. 1. Αλέξιος Ε’ ο Μούρτζουφλος. Βλ. λ. Αλέξιος. Όνομα αυτοκρατόρων. 2. Ανδρόνικος (9ος 10ος αι.). Κατηγορήθηκε ότι έλαβε μέρος σε συνωμοσία εναντίον του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • επώνυμος — η, ο (AM ἐπώνυμος, ον) 1. αυτός που έχει πάρει την ονομασία του από κάποιον ή από κάτι, που έχει ονομαστεί λόγω τού δεσμού του με κάποιον ή κάτι (α. «η Αθήνα επώνυμη τής Αθηνάς» β. «ὁ τῆς εὐσεβείας ἐπώνυμος, Ευσ. γ. «ὦ Πολύνεικες, ἔφυς ἄρ’… …   Dictionary of Greek

  • Βουκολέων — Ένα από τα βασιλικά οικοδομήματα του Βυζαντίου που είχε ιδρυθεί από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β’ (408 450) και πήρε αυτή την ονομασία από το μαρμάρινο σύμπλεγμα που στόλιζε την κύρια πύλη του και παρίστανε ένα λιοντάρι να κατασπαράζει ένα βόδι. Το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”